Tο Σύμπαν -με την έννοια του συνόλου όλων
των πραγμάτων - δεν έχει συνολική αρχή ούτε μπορεί να πάψει συνολικά να
υπάρχει. Αυτό μπορούμε να το δεχτούμε ακόμα και όταν συμπεριλάβουμε στην έννοια
του Σύμπαντος κάθε μορφή ύλης ή ενέργειας και στην περίπτωση που το Σύμπαν
μπορεί να υπάρξει χωρίς τη γνωστή μορφή του και τις γνωστές ιδιότητες των
υλικών πραγμάτων. Αυτό εξάλλου επιβάλλεται επιστημονικά από την αρχή της
διατήρησης της ενέργειας. Από τις πρώτες λογικές απορίες που προκύπτουν
από τον ορισμό ενός σταθεροποιημένου Σύμπαντος μέσα στα όρια ενός μέγιστου
χρόνου είναι: πιο το νόημα του χρονικού ορίου, πιο το νόημα της αρχής και του
τέλους σε ένα Σύμπαν το οποίο είναι πάντοτε το ίδιο και ολοκληρωμένο; Αν το
Σύμπαν είναι σταθεροποιημένο στο σύνολο όλων των στιγμών τότε αυτό δεν έχει
αρχή στο χρόνο ούτε τέλος και δεν υπάρχει σε κάποια στιγμή. Όταν όμως, λέμε ότι
το Σύμπαν υπάρχει στα όρια μίας συνολικής και σταθερής στιγμής, τότε αυτό δε
σημαίνει ότι έχει μία αρχή και ένα τέλος που αποτελούν τα όρια της στιγμής του;
Πώς νοείται συνολική και σταθερή στιγμή, δηλ χρονικό διάστημα με όρια, για
κάτι που δεν άρχισε να υπάρχει και αντιθέτως είναι σταθεροποιημένο, όπως το
Σύμπαν; Εάν το Σύμπαν Είναι ολόκληρο κατά το τέλος ενός μέγιστου χρονικού
διαστήματος τότε γιατί να ακολουθεί ξανά μία αρχή στην ύπαρξή του και από που
ξεκινάει αυτό να γίνεται πάλι;
Πράγματι, αυτή η λογική απορία
προκύπτει όταν φανταζόμαστε το χρόνο να συνεχίζεται ευθύς σαν ανεξάρτητος από
τα ίδια τα πράγματα και τις αλλαγές τους... Σκεφτείτε, ότι η απάντηση στο
ερώτημα ποιο ήταν το Σύμπαν σε προηγούμενη χρονική στιγμή θα ήταν όχι μόνο
δύσκολη αλλά εκ των προτέρων καταδικασμένη να είναι ανεπαρκής, στην περίπτωση
που το Σύμπαν εξελισσόταν συνολικά και χωρίς κανένα χρονικό όριο. Ενώ το
ερώτημα που προκύπτει από την σκέψη για ένα Σύμπαν πάντοτε το ίδιο εντός των
ορίων ενός μέγιστου χρονικού διαστήματος μπορεί να φαίνεται δύσκολο, όμως μας
οπλίζει με αισιοδοξία, ότι η λογική μας μπορεί να δώσει μία καθαρή επιστημονική
απάντηση και ότι δεν χάνουμε την ώρα μας!
Για να είναι η
πραγματικότητα παρούσα στο σύνολό της χωρίς να είναι στατική και ακίνητη πρέπει
να έχει την αρχή και το τέλος της στο χρόνο χωρίς ποτέ η ίδια να λείπει. Η
μοναδική λογική λύση αυτής της αντίφασης είναι ένα Σύμπαν το οποίο δεν αρχίζει
να γίνεται (ή να τελειώνει) απ' ευθείας στο σύνολό του. Η αρχή και το τέλος του χρονικού διαστήματος για την ύπαρξη του Σύμπαντος
δεν είναι μία συνολική αρχή για όλη την ύπαρξή του, παρά μόνο για τα μέρη του, τα
οποία υπάρχουν σε μικρότερα χρονικά διαστήματα. Πράγματι, με αυτή τη λογική
ερμηνεία, η δημιουργία παύει να είναι ένα μεταφυσικό φαινόμενο, που ξεκινάει
από μια εξωτερική ενέργεια και με άγνωστους νόμους. Επιπλέον, δεν ακυρώνει
τελείως το φαινόμενο της δημιουργίας και της εξέλιξης, αλλά θέτει το πρόβλημα
επιστημονικά, διότι επιβάλλει τη σύνδεση του χρονικού διαστήματος με την
μεταβολή στα πράγματα και στην ενέργεια. Δηλαδή, η μεταβολή στα πράγματα και η
αλληλεπίδρασή τους γίνεται σε χρονικά διαστήματα που εξαρτώνται από το συνολικό
χρονικό διάστημα στο οποίο το Σύμπαν είναι πλήρες και σαν σταθερό. Έτσι, η
μεταβολή εμφανίζεται στη σκέψη σαν ελεγχόμενη και συγχρονισμένη και η διατήρηση
της ενέργειας εξασφαλισμένη εκ των προτέρων.
Λογικά είναι δυνατό, το Σύμπαν να
αλλάζει στην πορεία του χρόνου χωρίς αυτό να έχει ξεκινήσει να υπάρχει σαν
σύνολο. Το ίδιο λογικά, είναι δυνατό το Σύμπαν να μην αλλάζει στην πορεία του
χρόνου ενώ αυτό ξεκινάει να υπάρχει σαν μέρος.
Ένα τέτοιο σταθεροποιημένο Σύμπαν
επιβάλλεται να υπάρχει ταυτόχρονα σε πολλές υποστιγμές ή φάσεις του και όχι
με μία τυχαία δομή και σε συνεχόμενη εξέλιξη. Η στιγμή που αρχίζει να
Γίνεται το Σύμπαν δεν βρίσκεται πριν από τη στιγμή που αυτό τελειώνει. Το
Σύμπαν διαρκώς αρχίζει να γίνεται σε μία ελάχιστη στιγμή tmin από τον ίδιο τον εαυτό του (σαν μέρος προς άλλα μέρη) και διαρκώς
τελειώνει να Γίνεται σαν ένα πλήρες σύνολο (όπως διαρκώς ήταν, με όλους τους
δυνατούς τρόπους) μετά από ένα μέγιστο χρονικό διάστημα Tmax. Επειδή, μάλιστα, αυτή η αρχή και το τέλος αποτελούν τα σταθερά όρια του
Παρόντος που Είναι όλο το Σύμπαν σαν ταυτόχρονο, γι' αυτό ο μέγιστος χρόνος Tmax που μεσολαβεί ξεκινώντας από έναν ελάχιστο χρόνο Tmin είναι πάντοτε ο ίδιος για όλα τα επιμέρους πράγματα. Οι ωροδείκτες ενός μηχανικού ρολογιού δεν φαίνονται να κινούνται.
Χρειάζεται να παρέλθει χρονικό διάστημα για να φανεί η περιστροφή τους, η οποία
προκύπτει από τις πιο γρήγορες και μικρότερες περιοδικές κινήσεις των γραναζιών
του. Η περιστροφική κίνησή τους διαρκώς ολοκληρώνεται και διαρκώς επιστρέφουν
εκεί που ήταν. Για ένα μεγάλο διάστημα, η κίνησή τους φαίνεται να μεγαλώνει την
απόκλισή τους, όμως αυτή η απόκλιση είναι σχετική και περαστική.
Ας υποθέσουμε ότι η αρχή όπου
δημιουργείται το Σύμπαν βρίσκεται πριν από το τέλος, όπου το Σύμπαν θα
καταστραφεί ή θα ολοκληρωθεί. Εάν μετά το τέλος, το Σύμπαν αρχίσει ξανά από το
μηδέν να δημιουργείται ακριβώς το ίδιο όπως ήταν και έτσι επαναλαμβάνεται επ'
άπειρο, τότε η αρχική χρονική στιγμή χάνει το νόημα της προτεραιότητας. Πριν
από την αρχή θα βρίσκεται ένα προηγούμενο τέλος για το ίδιο πράγμα. Το μέγιστο
χρονικό διάστημα αυτής της εξέλιξης θα οριοθετεί και πάλι το χρόνο μέσα στον
οποίο το Σύμπαν θα είναι ολοκληρωμένο (για όλα τα πράγματα) και πάντοτε με όλους
τους δυνατούς τρόπους (σαν σταθεροποιημένο).
Το παρελθόν και το μέλλον
-που γνωρίζουμε μόνο εμείς τα μέρη- αποτελούν το ευρύτερο «τώρα» του 100%
Σύμπαντος και έτσι απλά εξηγείται η σχετικότητα του
χρόνου μ’ έναν εκπληκτικό ορθολογικό τρόπο. Διαφορετικά, δε θα υπήρχε λόγος για
να είναι ο χρόνος σχετικός τη στιγμή που θα υπήρχε ένας εξωτερικός κοινός
χρόνος για όλα τα πράγματα. Θα εξελισσόταν όλο το Σύμπαν και έτσι θα άλλαζαν τα
μέρη του με τρόπους εξαρτημένους μόνο από το περιβάλλον τους, χωρίς προκαθορισμένα
στοιχεία για την αρχή της ύπαρξής τους (και όχι σαν μέρη ενός και του ίδιου
συνόλου ή σαν τρόποι μιας κοινής ουσίας). Το Σύμπαν θα εξελισσόταν άναρχα χωρίς
ποτέ επιστροφή στο παρελθόν του και τα επιμέρους πράγματα θα ήταν τελείως
διαφορετικά και θα γινόντουσαν με διαφορετικούς και τυχαίους όρους, από τους
όρους που θα υπήρχαν και θα γινόντουσαν τα πιο μακρινά στο χώρο και στο χρόνο. Η
μεταβίβαση και η μετατροπή κάθε ενέργειας μεταξύ των πραγμάτων θα επιτύγχανε τη
διατήρηση της ίδιας ποσότητας κατά ένα τυχαίο τρόπο. Δεν είναι τα εξωτερικά
υλικά πράγματα τα οποία με την κίνηση, με το πλησίασμα, την απομάκρυνση, την
ένωση και το διαχωρισμό τους αυτά επιτυγχάνουν ένα ισορροπημένο σύνολο και τη
διατήρηση της νομοτέλειας. Αντιθέτως, προϋπάρχει το ολοκληρωμένο σύνολο σαν
αποτέλεσμα και αυτό έχει προδιαγράψει όρους στις επιμέρους αιτίες και τα όρια
στη μεταβολή της ενέργειας.
Όπως από την αρχή ξεκαθαρίστηκε με
την πιο απλή σκέψη του κόσμου, ο χρόνος αναλογεί σε αλλαγές στα ίδια τα
πράγματα και δεν έχει νόημα αποσπασμένος από εκείνα. Εάν λοιπόν μεταχειριστούμε
έναν όρο όπως "η σχετικότητα του χρόνου", χωρίς να κατανοούμε τη
σημασία του, ωστόσο μπορούμε να παρατηρήσουμε από τώρα με την ίδια ασάφεια,
ότι η σχετικότητα του χρόνου πρέπει να αναφέρεται και σε σχετικότητα των
αλλαγών που γίνονται στα πράγματα. Σχετικότητα του χρόνου λοιπόν, ή της
ενέργειας και της κίνησης;
Μπορούμε ακόμα να παρατηρήσουμε, ότι
και τώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, δεν γίνονται με προδιαγεγραμμένους
τρόπους, ούτε με τους ίδιους όρους παντού και πάντα και επηρεάζονται από τα
πράγματα του περιβάλλοντός τους και όχι από εκείνα τα οποία βρίσκονται έτη
φωτός πιο μακριά. Η παρατήρηση αυτή δεν είναι λανθασμένη (θυμίζει αυτό που οι
φυσικοί αποκαλούν "ανομοιομορφία της μικρής κλίμακας"), αλλά δεν
αναιρεί και αυτό που συμπεραίνουμε, ότι όλα τα πράγματα γίνονται με ορισμένους
κοινούς όρους που επιβάλλονται από τα χρονικά όρια μέσα στα οποία το Σύμπαν
είναι ολοκληρωμένο και σαν ταυτόχρονο. Αυτό θα το διαπιστώσουμε στη
συνέχεια, όταν περιγράψουμε πιο συγκεκριμένα την αναγκαστική σχέση του Συνόλου
με την ύπαρξη όλων των μερών του. Μπορούμε να σκεφτούμε πολλές περιπτώσεις όπου
γίνονται μεγάλες αποκλίσεις και συνδέονται διαφορετικά πράγματα, χωρίς αυτό να
ακυρώνει τον συντονιστικό ρόλο του συνόλου και την ύπαρξη μερικών σταθερών
σχέσεων. Αυτή η μόνιμη σχέση των πραγμάτων με το κοινό σύνολό τους προκύπτει
από την παρουσία της ύλης, με την οποία όλα τα πράγματα ξεκινούν και
υπάρχουν (και έτσι δεν τους επιτρέπει να γίνουν τελείως διαφορετικά και να ανεξαρτοποιηθούν,
παρά τις όποιες διαφορές δημιουργούνται στις επιμέρους συνθήκες και από την
όποια εξέλιξη). Η παρουσία της ύλης σχετίζεται με την παρουσία όλου του
Σύμπαντος και κατ' επέκταση επιβάλλει τη μόνιμη και άμεση σχέση των
πραγμάτων με το σύνολο του Σύμπαντος και όχι μόνο με το περιβάλλον και
τις εξωτερικές τους συνθήκες (α=β=γ, α=γ). Η ύλη δεν θα αποτελούσε ένα φορέα
για το ξεκίνημα του χρόνου και δεν θα δεν θα είχε χαρακτηριστικά ενός ελάχιστου
χρόνου μεταβολής, εάν εκ των προτέρων το Σύμπαν δεν ήταν ολοκληρωμένο σε ένα
ορισμένο μέγιστο χρονικό διάστημα. Η παρουσία της ύλης και του κοινού χώρου
προδιαγράφουν κοινά όρια για την ύπαρξη και τη μεταβολή όλων των πραγμάτων,
όρια που δεν μπορούν να ξεπεράσουν και συνέπειες που δεν μπορούν να αποφύγουν. Εξάλλου,
όπως θα παρατηρήσουμε από πολλές απόψεις, η ύλη δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο
μέσα στο Σύμπαν και δεν εμφανίζεται με μια τυχαία δομή και έτσι ασταθής, όπως
θα της επέβαλε το διαφορετικό περιβάλλον.
Επομένως, αυτό το οποίο είναι τώρα το
Σύμπαν δεν αποτελεί την άμεση συνέχεια μιας προηγούμενης φάσης του (ή αυτού που
προηγήθηκε) και δεν μπορεί να συνεχίζει ατελείωτα να είναι άμεσα το κάθε
επόμενο (χωρίς να δημιουργείται ποτέ ξανά το παρελθόν του). Διότι το
ολοκληρωμένο Σύμπαν δεν έχει συνολική αρχή ούτε μπορεί να πάψει συνολικά να
υπάρχει. Συνεπώς, το Σύμπαν πρέπει να γίνεται όχι μόνο άμεσα, συνεχώς και
απεριόριστα σα να γινόταν διαρκώς κάποιο άλλο, το οποίο ποτέ δεν ήταν πριν και
με μία μοναδική σειρά προτεραιότητας, αλλά να γίνεται συνυπάρχοντας με άλλα
"συμπαντικά υποσύνολα" που αντιστοιχούν σε ενδιάμεσα χρονικά
διαστήματα της συνολικής ύπαρξής του (γαλαξίες, υποσύμπαντα;) και χωρίς να
εξαφανίζονται για πάντα τα πράγματα που υπήρξαν στο παρελθόν του. Το Σύμπαν σε
σχέση με τα μέρη του συνεχίζει να γίνεται σε μία από τις πολλές υποστιγμές
του (σε κλάσματα της μέγιστης περιόδου). Το Σύμπαν δεν άρχισε να υπάρχει και να
γίνεται σαν σύνολο, αλλά στον “τέλειο” εαυτό του περιέχονται οι «ατελείς»
εαυτοί του σαν μικρότερες χρονικές φάσεις του, με ελάχιστη αρχή
την ίδια την παρουσία της ύλης. Κατά κάποιο τρόπο, η μεταβολή στα πράγματα
προετοιμάζει τις συνθήκες για την ανανέωση, την επανάληψη και τελικά τη
διατήρηση των πραγμάτων και δεν είναι μεταβολή που εξαφανίζει δια παντός και με
νομοτελειακή αποδόμηση όσα προηγήθηκαν.
Η ασυνέχεια και η
περιοδικότητα στη χρονική και χωρική εξέλιξη των
πραγμάτων είναι αναγκαία συνέπεια της σταθερότητας του κοινού συνόλου τους και
σχετική προϋπόθεση για τη διατήρηση αυτής της σταθερότητας, έγραφα σύντομα με
φιλοσοφική διατύπωση. Δηλαδή, ενώ θα μπορούσε να υπάρχει ένα και το αυτό
πράγμα που θα εξελίσσεται απεριόριστα στο χρόνο, ενώ θα μπορούσε να
υπάρχει ο ελάχιστος αριθμός όμοιων πραγμάτων και αυτό εκ τύχης, και ενώ θα
μπορούσαν τα πράγματα να έχουν τελείως τυχαία διάρκεια ύπαρξης παρατηρούμε ένα
αναγκαστικό όριο, ένα προσωρινό τέλος και αριθμούς παρόμοιων πραγμάτων με
παρόμοια διάρκεια ύπαρξης. Παρατηρούμε την ανάγκη ό,τι αρχίζει να τελειώνει για
να επαναληφθεί ή για να συνεχιστεί η εξέλιξη εκ νέου και την ανάγκη των
πραγμάτων να συνδέονται με άλλα όμοια προς αυτά, έτσι που να διασφαλίζεται η
συνέχεια και η εξέλιξη και η διακοπή να είναι προσωρινή. Η ασυνέχεια προκαλεί
ένα κενό χρόνου στη σύνδεση των πραγμάτων με τα άλλα πράγματα, σημαίνει μία
προσωρινή "αποσύνδεσή" τους που εμποδίζει την εξάντληση όλης της
ενέργειας, δεν επιτρέπει την εξέλιξη με όλους τους δυνατούς τρόπους χωρίς
κάποιο χρονικό όριο και αντιθέτως δίνει το χρονικό περιθώριο για την
ανανέωση και την ισορροπία.
Το Σύμπαν στο σύνολο του
χρόνου είναι ολοκληρωμένο πριν από τη σχετική στιγμή στην οποία ξεκινούν να
υπάρχουν τα μέρη του (σαν πράγματα ξεχωριστά
και εξωτερικά) και από αυτούς τους αρχικούς συλλογισμούς για το
"ταυτόχρονο" Σύμπαν προκύπτει ήδη μία ακόμα σημαντική και απίστευτη
συνέπεια, η οποία θα χρειαστεί να εξηγηθεί και να αναλυθεί σε άλλη ενότητα. Δεν
είναι μόνο τα πράγματα του παρελθόντος που επηρεάζουν τα πράγματα του
μέλλοντος, αλλά και τα πράγματα των επόμενων στιγμών επηρεάζουν (ή έχουν
επηρεάσει ανέκαθεν) όσα είναι δυνατό να υπάρξουν και να γίνουν στις
προηγούμενες στιγμές (και κατά κάποιο τρόπο ξανά τον ίδιο τον εαυτό τους). (σ157) Ο σύνδεσμος αυτής της
"παραβίασης" στη χρονική προτεραιότητα, προφανώς πρέπει να αναζητηθεί
στη μικροσκοπική παρουσία της ύλης και όχι στην επίδραση των πραγμάτων του
μέλλοντος εξ' αποστάσεως, εδώ και τώρα.
Πηγή
http://kosmologia.gr
Τελικά για να σκεφτούμε μια αρχή για τη δημιουργία του κόσμου, δεν χρειαζόταν να ερευνήσουμε όλα τα επιμέρους πράγματα. Δεν χρειαζόταν να αφαιρέσουμε όλα τα φαινόμενα και να επιλέξουμε ένα ή δύο φαινόμενα σαν θεμελιώδη (λ.χ. την έλξη και την άπωση). Τελικά δεν χρειαζόταν να ανατρέξουμε πίσω στο χρόνο και να βρούμε μια μοναδική πηγή και αρχή για όσα ακολούθησαν. Ο κόσμος ως ένα πλήρες σύνολο είναι η μοναδική αρχή για να εξηγήσουμε την ύπαρξη των νόμων. Τόσο απλά, χωρίς επιλογή επιμέρους στοιχείων, χωρίς καταφύγιο σε φανταστικούς θεούς, χωρίς την απελπισία που φέρνει η σκέψη για ένα άπειρο παρελθόν εξέλιξης. Όλες αυτές οι δυσκολίες εξαφανίζονται και μένει μόνο μία: Πώς το σύνολο επιτυγχάνει να ρυθμίζει τις επιμέρους εξελίξεις και να εφαρμόζονται οι νόμοι στα φαινόμενα... έτσι που το σύνολο να φαίνεται ελλιπές και πάντοτε ανολοκλήρωτο!
ΑπάντησηΔιαγραφή