«...Ήτανε Απρίλης του '42... και δώσαμε όλα μας τα χρυσά, τα πήρε ο θείος και τα ’δωσε στον άνθρωπο που έπρεπε να τα δώσει και την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ένα κάρο. Μαζέψαμε δυο τρεις αλλαξιές ο καθένας μας ρούχα, τα βάλαμε σε κάτι τσουβάλια της ζάχαρης, άσπρα, θαρρώ πως τα βλέπω και αφού τα φορτώσαμε αυτά το κάρο δεν μας φόρτωνε εμάς (...) και φτάσαμε στην Κώμη, στην παραλία αργά το βραδάκι. Και τι να δούμε! Όλη η παραλία εκεί ήτανε άνθρωποι που περιμένανε να νυχτώσει, να ’ρθουνε οι βάρκες να μας πάρουνε. Στην αρχή, όταν επήγαμε είχε κύμα η θάλασσα κι εμείς ταξιδεύαμε με ψαρόβαρκες, με πανί και με κουπιά... Και περιμέναμε να καλμάρει λίγο η θάλασσα. Κι ερχότανε οι γυναίκες και βάζανε εικόνες μες στη θάλασσα, να γαληνέψει η θάλασσα, να μπορούμε να ταξιδέψομε. (...) Και ξεκινούμε κατά τις εννιά η ώρα γιατί έπρεπε να νυχτώσει. Eμείς είμαστε η τελευταία βάρκα. Καμιά εικοσαριά ανθρώποι μέσα και τέσσερις στο κουπί. Εν τω μεταξύ η αδερφή μου μωρό, το ’χε τυλιγμένο σε ένα χράμι η μαμά μου και αυτό ζαλίστηκε, φαίνεται, με τη θάλασσα και άρχισε να κλαίει, να κλαίει γοερά και να φωνάζουνε μες στη βάρκα πετάξτε το παιδί στη θάλασσα, θα μας πιάσουνε οι Γερμανοί!...». Εύχαρις Κοκκάλη Ακαβάλου
«Μπαίνομε μες στη βάρκα κι εφύγαμε.