Η ζωή της Ρόζας Εσκενάζυ, αυτής της μεγάλης γυναίκας του ρεμπέτικου,
κύλησε σαν ταινία, πότε σαν παραμύθι και πότε σαν εφιάλτης, καθώς οι ανατροπές
διαδέχονταν η μία την άλλη. Ξεκίνησε να χορεύει στα κέντρα του Πειραιά.
Ταξίδεψε με τη φωνή της σε όλο τον κόσμο, αφού πατρίδα της ήταν μόνο η μουσική.
Έκρυβε πάντοτε τουλάχιστον δέκα χρόνια από την ηλικία της και είναι άγνωστη η
ημερομηνία της γέννησης της. Ήταν Εβραία, αλλά είχε σχέσεις με γερμανό
αξιωματικό και στο σπίτι της έκρυβε αντιστασιακούς. Πέθανε φτωχή και
εξαθλιωμένη από Αλτσχάιμερ.
Εδώ η ιστορία της...
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1883- 1890 από γονείς εβραίους. Ο πατέρας της, Αβραάμ Σκιναζί, ήταν παλιατζής. Η οικογένεια της μετακόμισε μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Και ενώ η μητέρα της εργαζόταν ως καθαρίστρια σε πλούσια σπίτια, μια μέρα οι Τούρκοι ιδιοκτήτες μιας τοπικής ταβέρνας άκουσαν τη Ρόζα να τραγουδά. Ενθουσιάστηκαν από τη φωνή της και αμέσως πήγαν στο σπίτι της για να της ζητήσουν να εμφανιστεί στο κέντρο τους. Τότε κατάλαβε ότι θέλει να ασχοληθεί με το τραγούδι.
Η Ρόζα μετακόμισε στην Αθήνα μετά από έναν άτυχο έρωτα και ξεκίνησε να χορεύει στα καμπαρέ του Πειραιά. Η μεγάλη της αγάπη ήταν όμως το τραγούδι και έτσι ξεκίνησε να τραγουδά ελληνικές, αρμένικες και τούρκικες μελωδίες. Σύχναζε στα στέκια των μουσικών της προσφυγιάς και ο Παναγιώτης Τούντας δεν άργησε να την ανακαλύψει. Ο Τούντας κατάλαβε αμέσως το ταλέντο της και τη σύστησε στον Βασίλη Τουμπακάρη της εταιρείας Columbia Records.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 30 ηχογράφησε εκταοντάδες δημοτικά, ρεμπέτικα και σμυρναίικα τραγούδια. Η έναρξη της καριέρας της σηματοδοτείται από την ακμή του ρεμπέτικου, του οποίου υπήρξε εκείνη την περίοδο η πιο αντιπροσωπευτική φωνή.
Εδώ η ιστορία της...
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1883- 1890 από γονείς εβραίους. Ο πατέρας της, Αβραάμ Σκιναζί, ήταν παλιατζής. Η οικογένεια της μετακόμισε μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Και ενώ η μητέρα της εργαζόταν ως καθαρίστρια σε πλούσια σπίτια, μια μέρα οι Τούρκοι ιδιοκτήτες μιας τοπικής ταβέρνας άκουσαν τη Ρόζα να τραγουδά. Ενθουσιάστηκαν από τη φωνή της και αμέσως πήγαν στο σπίτι της για να της ζητήσουν να εμφανιστεί στο κέντρο τους. Τότε κατάλαβε ότι θέλει να ασχοληθεί με το τραγούδι.
Η Ρόζα μετακόμισε στην Αθήνα μετά από έναν άτυχο έρωτα και ξεκίνησε να χορεύει στα καμπαρέ του Πειραιά. Η μεγάλη της αγάπη ήταν όμως το τραγούδι και έτσι ξεκίνησε να τραγουδά ελληνικές, αρμένικες και τούρκικες μελωδίες. Σύχναζε στα στέκια των μουσικών της προσφυγιάς και ο Παναγιώτης Τούντας δεν άργησε να την ανακαλύψει. Ο Τούντας κατάλαβε αμέσως το ταλέντο της και τη σύστησε στον Βασίλη Τουμπακάρη της εταιρείας Columbia Records.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 30 ηχογράφησε εκταοντάδες δημοτικά, ρεμπέτικα και σμυρναίικα τραγούδια. Η έναρξη της καριέρας της σηματοδοτείται από την ακμή του ρεμπέτικου, του οποίου υπήρξε εκείνη την περίοδο η πιο αντιπροσωπευτική φωνή.