Όταν οι δημοσιογράφοι Αρβανίτης και Κατσίμη έκαναν σχόλια για τον υπουργό δημοσίας τάξης και τα ιατροδικαστικά πορίσματα που τεκμηρίωναν βασανισμούς διαδηλωτών από αστυνομικούς, κόπηκε η πρωινή ενημερωτική τους εκπομπή από τη ΝΕΤ.
Όταν ο Βαξεβάνης δημοσιοποίησε τη λίστα Λαγκάρντ, βγάζοντάς την από τη σφαίρα του φανταστικού και αναγκάζοντας τη Βουλή να διερευνήσει τους λογαριασμούς όσων έβγαλαν παράνομα καταθέσεις από την χώρα, το αποτέλεσμα ήταν ο δημοσιογράφος να συλληφθεί και το κυρίαρχο θέμα στα ΜΜΕ να είναι «που τη βρήκε τη λίστα;» αντί του «τι περιέχει η λίστα;».
Χρόνια τώρα, οι μεγαλοδημοσιογράφοι κάνουν συστηματική πλύση εγκεφάλου από έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, προβάλλοντας συγκεκριμένες ειδήσεις με συγκεκριμένο τρόπο. Η κατάσταση στα ΜΜΕ, με τις απανωτές απολύσεις, έχει εδραιώσει ένα σύστημα λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας των δημοσιογράφων, που ξέρουν ότι άνά πάσα στιγμή μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους. Εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Σε αυτό το κλίμα, τον τελευταίο καιρό, εμφανίστηκαν μικρές εκδοτικές προσπάθειες στο χώρο της ενημέρωσης, συνεταιριστικού κυρίως χαρακτήρα. Κάποια περιοδικά, εφημερίδες και δημοσιογραφικοί ιστότοποι, επιλέγουν να ασχοληθούν με θέματα που ενοχλούν, με έρευνες που έχουν στόχο διαπλεκόμενες υποθέσεις πολιτικών με επιχειρήσεις, λαθρεμπόριο, διαφθορά δημοσίων υπηρεσιών, διαπλοκή δημοσιογράφων και πολιτικών, αποσιώπηση σκανδάλων με απόλυτα συνταγματικό τρόπο.
Το τοπίο στα ΜΜΕ δεν έχει αλλάξει. Κυριαρχούν, πάντοτε, οι «επίσημες» φωνές της εξαρτημένης ειδησιογραφίας που με τις επιλεκτικές δανειοδοτήσεις από τις τράπεζες συνεχίζουν να αποχαυνώνουν ασταμάτητα, σε πρωινή, μεσημεριανή και βραδυνή ζώνη.
Τις νέες ενοχλητικές φωνές έχει αναλάβει η κρατική προπαγάνδα να τις κάνει να σωπάσουν, είτε με την απειλή μηνύσεων, είτε χαρακτηρίζοντας τους «ανεύθυνους», «υποκινούμενους» και τώρα τελευταία «τρομοκράτες». Ο στόχος είναι να φιμωθούν τώρα που είναι στα σπάργανα, πριν ανθίσουν και αποτελέσουν παραδείγματα σε άλλα παρόμοια εγχειρήματα να ξεκινήσουν. Χαρακτηριστική περίπτωση το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Unfollow.
Όλοι ασχολούνται με την παραποιημένη φωτογραφία του πρωθυπουργού στο εξώφυλλο και κανείς με το περιεχόμενο του άρθρου που την συνοδεύει. Ο εκπρόσωπος τύπου του πρωθυπουργού ζητάει «παρέμβαση εισαγγελέα», οι βουλευτές της ΝΔ κυκλοφορούν με ένα αντίτυπο του τεύχους ανά χείρας και το δείχνουν με αποτροποιασμό σε τηλεοπτικούς δέκτες. Ο πρωθυπουργός δηλώνει «εμάς δεν μας τρομοκρατούν, αυτά που ήξεραν να τα ξεχάσουν.»
Το κείμενο τεκμηριώνει ότι στην Ελλαδα, το έτος 2013, ο κρατικός μηχανισμός μέσω των δυνάμεων της αστυνομίας, βασανίζει πολίτες. Η πρακτική αυτή, καταλήγει, είναι πολιτική επιλογή της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού. Χαρακτηριστικά αναφέρει:
«… οι καταγγελίες για βασανισμούς φτάνουν βροχηδόν στις ανθρωπιστικές οργανώσεις. Η Ελληνική Αστυνομία βασανίζει ανηλεώς στα αστυνομικά τμήματα, στους δρόμους, ακόμα και έχοντας εισβάλλει σε σπίτια ανθρώπων. Οι καταγγελίες είναι δημοσιευμένες, τις ξέρετε, τις ξέρουμε όλοι. Οργανώσεις κύρους, όπως η Διεθνής Αμνηστία, περιγράφουν πώς η Ελληνική Αστυνομία ξυλοκοπεί ανθρώπους δεμένους με χειροπέδες, σφίγγει τα νύχια κρατουμένων με πένσα, βάζει συλληφθέντες να χαστουκίζει ο ένας τον άλλο, υποβάλλει όσους είναι υπό κράτηση σε στέρηση ύπνου και συστηματικούς εξευτελισμούς της αξιοπρέπειάς τους. «
«Κι εσείς κύριε Πρωθυπουργέ, είστε ο πολιτικός προιστάμενος του υπουργού Δημοσίας Τάξης. Δεν είναι μόνο η ανοχή δική σας, είναι και η πολιτική. Διαφορετικά, σε μία στιγμή θα δίνατε ένα τέλος στην ατιμωρησία της Ελληνικής Αστυνομίας, θα στέλνατε τον υπουργό στο σπίτι του να περιμένει την απόδοση της δικαιοσύνης, το ίδιο και την ηγεσία της ΕΛΑΣ, όπως και κάθε ένα που ευθύνεται για το ότι στην Ελλάδα του 2013 βασανίζονται άνθρωποι. Έχετε την ευθύνη της πολιτικής επιλογής σας.
Η πολιτική επιλογή σας είναι να βασανίζονται άνθρωποι. Εσείς μπορείτε να σταματήσετε τα βασανιστήρια και δεν το κάνετε.
Βασανίζετε, σταματήστε.»
Δεν είναι πολύ πιθανό να σταματήσουν. Aυτό που ελπίζουμε είναι, να συνεχίσουν να υπάρχουν δημοσιογράφοι που να λένε τα πράγματα με το όνομα τους, να μην διστάζουν να τα βάζουν με τα συμφέροντα και να κρατάνε ανοιχτούς τους δρόμους για τους επόμενους.
Χωρίς καμία διάθεση ηρωoποίησης και ταύτισης με οποιονδήποτε.